συγκεκαλυμμένως

συγκεκαλυμμένως
ΝΑ, και συγκαλυμμένα Ν
επίρρ. κρυφά, όχι φανερά
νεοελλ.
συγκεχυμένα, με περιστροφές, διφορούμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκεκαλυμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού συγκαλύπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκεκαλυμμένως — συγκαλύπτω cover perf part mp masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”